χθονιος

χθονιος
    χθόνιος
    3 и 2
    1) рожденный от богини земли
    

(Χθών) (Τιτῆνες Hes.; δαίμων Aesch.; Ἐχίων Eur.)

    2) туземный, отечественный, местный
    

(Ἄρεος πάγος Soph.; θεοί Eur. - ср. 4)

    χθόνιοι Ἐρεχθεῖδαι Soph. — исконные (для Аттики) Эрехтиды

    3) наземный, сухопутный (sc. ζῷα Eur.)
    4) подземный
    

(Ἅιδα στόμα Pind.; λίμνα Eur.)

    οἱ χθόνιοι (θεοί или δαίμονες) Pind., Trag., Plat. — боги подземного царства;
    Ζεὺς χ. Hes. = Ἅιδης;
    ἥ χθονία (sc. θεά) Eur. = Δημήτηρ, — у Theocr., Plut. = Ἑκάτη;
    χθόνιαι θεαί Her. = Δημήτηρ и Περσεφόνη, — у Soph. = Ἐρινύες;
    χθονία φάμα Soph. — слава, достигающая подземного царства (χάρις ἥ χθονία Soph. = θάνατος)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "χθονιος" в других словарях:

  • χθόνιος — in masc nom sg χθόνιος in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χθονίος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χθόνιος — in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθόνιος — α, ο / χθόνιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υποχθόνιος, υπόγειος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι χθόνιοι μυθ. οι χθόνιοι θεοί και δαίμονες 4. φρ. «χθόνιοι θεοί [ή δαίμονες]»… …   Dictionary of Greek

  • χθόνιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει στη γη. 2. αυτός που είναι μέσα στη γη: Οι αρχαίοι πίστευαν πως υπήρχαν και χθόνιοι θεοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χθονίως — χθόνιος in adverbial χθόνιος in masc acc pl (doric) χθόνιος in adverbial χθόνιος in masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθόνιον — χθόνιος in masc acc sg χθόνιος in neut nom/voc/acc sg χθόνιος in masc/fem acc sg χθόνιος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθονίων — χθόνιος in fem gen pl χθόνιος in masc/neut gen pl χθόνιος in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθονιώτεροι — χθόνιος in masc nom/voc comp pl χθόνιος in masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χθονίοιο — Χθόνιος in masc gen sg (epic) Χθονίος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθονίοιο — χθόνιος in masc/neut gen sg (epic) χθόνιος in masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»